- σφηνῶ
- σφηνόωshape like a wedgepres subj act 1st sgσφηνόωshape like a wedgepres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφηνώ — όω, ΜΑ βλ. σφηνώνω … Dictionary of Greek
σφηνώνω — σφηνῶ, όω, ΝΜΑ [σφήν, ηνός] μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα νεοελλ. 1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων 2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία») β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει») μσν. αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ενσφηνώνω — και ενσφηνώ, όω (AM ἐνσφηνῶ) [σφηνώ] σφηνώνω κάτι, μπήγω σαν σφήνα μέσα ή επάνω σε κάτι … Dictionary of Greek
σφήνωση — η / σφήνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σφηνῶ, ώνω] το σφήνωμα νεοελλ. στρ. η προσαρμογή τών βλημάτων στον σωλήνα τού πυροβόλου, καθώς και τών βολίδων στη θαλάμη τής κάννης τών τυφεκίων, πυροβόλων και πιστολιών αρχ. 1. απόκλειση, απόφραξη («διάτασιν καὶ… … Dictionary of Greek